ἀποσχοινίζω


1 tr. separar mediante una cuerda o cordón de donde, gener. apartar, separar c. ac. αὐτούς Lib.Decl.23.45, c. ac. y gen. τῆς ἀληθείας ἑαυτούς Ath.Al.Gen.29, cf. Gr.Nyss.M.44.1177C.

2 intr. separarse ὅταν εὐσέβεια τῶν ἰδίων ὀργίων ἀποσχοινίσῃ Ph.1.219, ἀποσχοινίσαντες· ἀποστερήσαντες Hsch.
en v. med.-pas. c. gen. ἀρετῆς ... ἀποσχοινισθείς Ph.1.205, ἀ]ποσχοινι[σθ]εὶς τοῦ σοῦ συνοικεσίου PMasp.155.19 (VI d.C.), abs. ὡς μελλόντων αὐτῶν ἀποσχοινίζεσθαι Sch.Arat.942
en perf. estar separado c. gen. ἀπεσχοινισμένος ἐστὶν ... τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας Alex.Al.Ep.encycl.3 (p.8.3), τῆς προκειμένης ὑποθέσεως ἀπεσχοίνισται Gr.Nyss.M.44.1161C, πάντων ... ἀπεσχοινισμένον Horap.2.103, c. dat. ἀπεσχοινισμένος πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει δικαίοις apartado de todos los asuntos legales de la ciudad D.25.28
estar interrumpido κοινωνίαν ... ἀπεσχοινισμένην Pall.V.Chrys.6 p.35.