ἀποσφάζω
• Alolema(s): át. -σφάττω X.Cyr.3.1.25
• Morfología: [plusperf. -εσφάκειν D.C.78.7.4.]
1 cortar el cuello, degollar
ἀποσφάζουσι τοὺς ἀνθρώπους ἐς ἄγγοςde modo que la sangre caiga en un recipiente, Hdt.4.62,
ἡ γυνή, ἣ ἀπέσφαξεν αὑτήν, ἐπνίγετοHp.Epid.5.33,
ξίφος ... ᾧ τὸν ἀδελφὸν ἀπεσφάκειD.C.l.c., en v. pas.
οὗτοι (los hijos de Eobazo) ἀποσφαγέντες αὐτοῦ ταύτῃ ἐλείποντοHdt.4.84,
ἀποσφαζομένους τοὺς ἀνθρώπουςHp.Nat.Hom.6.1,
ἀποσφαγέντος τοῦ ζώουHp.Cord.11, de un cerdo PCair.Zen.312.23 (III a.C.)
•en gener. pasar a cuchillo, matar
οὓς ἀποσφάξω λαβώνAr.Ach.327,
ἀπέσφαξε τοὺς πολλούςTh.3.32,
τὸν ... υἱόνD.23.169,
τοὺς φύλακαςD.59.103,
ἑαυτόνArist.Rh.1374b36,
αὐτόνGal.14.284,
γυναῖκαBGU 1024.7.20 (IV d.C.), cf. Th.7.86, Pl.Grg.471b, Artem.4.33, 5.76, en v. pas.
αὕτη δ' ἀποσφαγήσεται μάλ' αὐτίκαAr.Th.750, cf. Philostr.Her.50.16,
ἐπὶ Δομετεανῷ ἀπεσφαγμένῳdespués del asesinato de Domiciano Philostr.VS 488, en espectáculos circenses
ἀποσφάξαντα δὲ καὶ Λιβυκὰ ζῶαIEphesos 3070.12, 3071.2 (III d.C.).
2 en v. med.-pas. cortarse el cuello
οἱ δ' ἀποσφαττόμενοιX.Cyr.l.c.,
ἀποσφαγείην ἂν ἢ ... καθυφείμηνMen.Epit.401.
3 cirug. hacer una incisión, cortar
(σάρκωσιν) ... διὰ μέρος ἀποσφάξανταGal.19.456.