ἀποσφραίνω
hacer oler, perfumar
γλήχωνι ... αὑτόν ἀποσφραίνειAP 11.165 (Lucill.), cf. Sor.149.25, Orib.8.6.1, en v. pas.
(κρόκινον) ἀποσφρανθένDsc.1.54.
γλήχωνι ... αὑτόν ἀποσφραίνειAP 11.165 (Lucill.), cf. Sor.149.25, Orib.8.6.1, en v. pas.
(κρόκινον) ἀποσφρανθένDsc.1.54.