ἀποσυνάγωγος, -ον
1 excluido, expulsado de la sinagoga
συνετέθειντο ... ἵνα ἐάν τις ... ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀ. γένηταιEu.Io.9.22, cf. Epiph.Const.Haer.69.81.
2 expulsado de la Iglesia, excomulgado
αὐτὸν ... ὡς φονέα ἀδελφοῦConst.App.2.43.1, cf. 4.8.3.