< ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυνάγω >
ἀποσυμμαλάσσω
hacer juntamente un amasijo
en v. pas.
(ἀράχνη) ἀποσυμμαλαχθεῖσα ἐμπλάστρῳ μετὰ ἐλαίου
Cyran
.2.16.5 (var).