ἀποστίλβω
1 intr. refulgir, brillar c. suj. de cosa y c. gen. indicando la causa del brillo
(λίθοι) ἀποστίλβοντες ἀλείφατοςOd.3.408,
(οἶκος) Φρυγίου (λίθου) ... ἀποστίλβωνLuc.Hipp.6
•c. dat. instrum.
ληίου γύαι λόγχαις ἀποστίλβοντεςLyc.253,
τὸ δέρμα ... τῇ τριχίLuc.Asin.47
•fig., ref. a pers.
σε ... ἀποστίλβουσαν ἐθείραιςAP 5.26
•abs. brillar, resplandecer del sol
κἄν μὴ ἀποστίλβῃThphr.Sign.26,
φαίνεται τὸ ὕδωρ ἀποστίλβον τῆς νυκτόςArist.Mete.370a14,
ἀκτὶς εἰς τὸ πέλαγοςAlciphr.1.1.3, cf. Agatharch.95, Plu.Luc.28, Plot.2.1.7.
2 tr. despedir, irradiar
Μήνη ... σέλας ... ἀποστίλβουσα κεραίηςNonn.D.5.165,
ἀρχάγγελοι ... καθαρότητα ἀποστίλβουσινIambl.Myst.2.8,
χλοεράς τινας ἀκτῖναςde esmeraldas, Gr.Nyss.V.Mos.p.24
•fig. iluminar, hacer brillar
τὸν ἐγκεκρυμμένον ἔνδον ... ἄνθρωπονClem.Al.Prot.11.(p.81.24),
οἱ μὲν νόμοι ἐπέκειντο ἀποστίλβοντες τὸ ξίφοςPall.V.Chrys.8 p.43.