< ἀποστένω
ἀποστενωτικός >
ἀποστένωσις
,
-εως, ἡ
1
estrechamiento
,
estrecho
Sch.Er.
Il
.23.330c.1.
2
reducción
,
obstaculización
αἱ ἁπλαῖ ἰδιότητες ... ἀποστενώσεις εἰσί
Dam.
Pr
.59.