ἀποστέγω
1 proteger
τούτους (σικύους ἢ κολοκύνθας)Arist.Pr.924b1,
(ὁ φλοιός) ἀποστέγει ... τὴν ζωήνThphr.CP 1.4.5
•guardar
ἀυδρία ... ἀποστέγει νάματαla sequedad absorbe las corrientes de agua Pl.Lg.844b.
2 proteger de c. ac.
δυσμενέων δ' ὄχλον πύργος ἀποστέγειA.Th.234,
τὰς τομάςThphr.CP 3.5.5,
τὴν ἁλμυρίδαThphr.CP 3.6.3,
θερμότητα καὶ ὑγρότηταThphr.CP 4.12.2,
πληγὰς λίθωνPlb.6.23.5,
τοὺς πολεμίουςAel.Fr.53
•c. gen.
ὅπως (αἱ ὀφρύες) ἀποστέγωσιν οἷον ἀπογείσωμα τῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ὑγρῶνpara que (las cejas) protejan a modo de saledizo de los sudores que vienen de la cabeza Arist.PA 658b16,
τοῦ ψύχουςThphr.CP 1.12.7.