< ἀποστατικός
ἀποστατόω >
ἀποστάτις
,
-ιδος, ἡ
fem. de ἀποστάτης
rebelde
πόλις
LXX 1
Es
.2.14, 2.17, 2
Es
.4.12, 4.15, I.
AI
11.22.