< ἀποστρεβλόω
ἀπόστρεπτος >
ἀποστρεπτικός
,
-ή, -όν
repulsivo
,
exasperante
ref. a pers.
τοῦ δ' ἀποστρεπτικοῦ τε καὶ τραχέος ὄντος
Gal.4.819.