ἀποστρατοπεδεύομαι
alejar el campamento de, acampar lejos de c. gen.
ἀπεστρατοπεδεύοντο οἱ βάρβαροι τοῦ ἙλληνικοῦX.An.3.4.34
•abs. acampar
προσωτέρωX.An.7.7.1,
παραχρῆμαD.C.57.17, cf. X.Cyr.6.1.23.
ἀπεστρατοπεδεύοντο οἱ βάρβαροι τοῦ ἙλληνικοῦX.An.3.4.34
προσωτέρωX.An.7.7.1,
παραχρῆμαD.C.57.17, cf. X.Cyr.6.1.23.