< ἀποστραβόομαι
ἀποστραγγίζομαι >
ἀποστραγγαλίζω
matar por estrangulamiento
,
estrangular
τριάκοντα ... συνήρπασε καὶ περιθεὶς κάλων ἀπεστραγγάλισε
D.S.14.12, cf. Str.17.1.11.