ἀποστενόω
• Alolema(s): jón. ἀποστεινόω Theoc.22.101
1 contraer
ἀποστενοῦν τὰ μόριαAlex.Aphr.Pr.1.75
•en v. med. reducirse, contraerse
ἀναγκαῖον (τὸ πῦρ) ... ἀποστενοῦσθαιThphr.Ign.54,
ὄμματα ... ἀπεστείνωτοTheoc.l.c.,
γνῶσις ἀπεστενωμένηSimp.in Ph.18.4,
τὸν τοῦ ἑνὸς ἀπεστενωμένον ἰδιασμόνDam.Pr.28bis,
ταύτας (τὰς ἰδιότητας) ... πόρρωθεν ἀποστενουμέναςDam.Pr.59.
2 en v. pas. ser obstaculizado
ἀπεστενωμένη ... ἡ ἐπιχείρησιςAlex.Aphr.in Top.56.3.