ἀποστεγνόομαι
1 cerrarse herméticamente
(τρύπημα) μετὰ τὴν ἔγχυσιν ἀπεστεγνάσθωHero Spir.1.12,
ἀγγεῖονHero Spir.1.23,
βάσιςHero Spir.2.10.
2 medic. estar estreñido Hp.Acut.(Sp.) 51.1.
(τρύπημα) μετὰ τὴν ἔγχυσιν ἀπεστεγνάσθωHero Spir.1.12,
ἀγγεῖονHero Spir.1.23,
βάσιςHero Spir.2.10.