< ἀπόσταξις
ἀποστασία >
ἀποστασάριος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
ἀποστάριος
PKlein.Form
.1161.1 (V d.C.)
bodeguero
,
SB
10990.20, 22, 23 (V/VI d.C.),
PKlein.Form
.l.c.