ἀποσπάς, -άδος
• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 adj. arrancado, separado
ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρηςcortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar Nonn.D.1.289,
ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναιNonn.D.6.253,
βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτοςNonn.D.34.261,
(Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕληςNonn.D.34.347.
2 subst. ἡ ἀ. esqueje del apio
οὐ μόνον ἐξ ἀποσπάδων ... κατατίθεταιGp.10.23.3,
πύξος φυτεύεται ἐξ ἀποσπάδωνGp.11.9, cf. 11.16.1
•grapa, parte de un racimo
κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδαAP 6.300 (Leon.)
•fig. brazo de un río, Eust.1712.6.