ἀποσπογγισμός, -οῦ, ὁ


limpieza con esponja ἀποσπογγισμὸν δὲ παραλαμβάνομεν Antyll. en Orib.9.23.2, σπόγγους πρὸς τοὺς ἀποσπογγισμούς Sor.51.5.