ἀποσπινθηρίζω
despedir chispas, chispear
ὅταν ... οἷον ἀποσπινθηρίζῃ ἅμα καιόμενονArist.Mete.341b30,
ὡς σίδηρος ἐπυρώθη καὶ φλογμὸν ἀπεσπινθήριζεRom.Mel.46.ιεʹ.2.
ὅταν ... οἷον ἀποσπινθηρίζῃ ἅμα καιόμενονArist.Mete.341b30,
ὡς σίδηρος ἐπυρώθη καὶ φλογμὸν ἀπεσπινθήριζεRom.Mel.46.ιεʹ.2.