< ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι >
ἀποσπερματισμός
,
-οῦ, ὁ
polución
θορὸς γὰρ ὁ ἀ.
Tz.
ad Lyc
.598, cf. Sch.Opp.
H
.1.479.