ἀποσπασμός, -οῦ, ὁ


1 separación Plu.2.77c, τοὺς ἀποσπασμοὺς τῆς ψυχῆς ἀπὸ [τοῦ σώ]ματος Phld.Mort.99
desviación, apartamiento τῆς συνοδίας Str.8.3.17, τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55, τῶν οἰκείων Phld.Lib.4
rapto, secuestro τῆς δούλης PFam.Teb.37.21 (II d.C.).

2 medic. distensión νεύρου Gal.18(1).736.