ἀποσμήχω
1 enjugar, secar
τὸν ἰόνPherecyd.33
•rebañar
τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷLuc.Tim.54,
χυτὸν ὄμβρονNonn.D.4.209,
ἱδρῶταςNonn.D.5.604,
αὐχμόνNonn.D.20.12, cf. 32.289,
τὸ σῶμαArr.Epict.4.11.17
•limpiar
φῦκος ἀποσμήξασα καὶ ἄνθεα πικρὰ θαλάσσηςAP 9.362.8, esp. heridas, llagas, etc.
ψῶραν καὶ λέπρανGal.12.285, cf. Paus.5.5.11, en v. pas.
ἀποσμηχθῆναι τὰς ἐκ τῶν βλεφάρων δασύτηταςGal.11.301
•abs. limpiar una herida
ἀπόσμηχε οἴνῳHippiatr.52.1.
2 frotar, untar
(κεφαλήν) τούτοισιref. a ungüentos, Hp.Morb.2.13, en v. pas.
ἀποσμηχθέντων τῶν πεπονθότων μερῶν σποδιᾷ θερμῇGp.16.18.2.