< ἀποσμικρόω
ἀποσμιλαίνω >
ἀποσμικρύνομαι
disminuir
,
hacerse insignificante
πρᾶγμα, καθ' ἑκάστην ... τὴν ἡμέραν ἀποσμικρυνόμενον
Luc.
Merc.Cond
.21.