< ἀποσκῠθίζω
ἀποσκύλλομαι >
ἀποσκῡλεύω
despojar
c. ac. y gen.
Πτερελάου ... καλὸν ὅπλον ἀπεσκύλευσε πεσόντος
Theoc.24.5.