ἀποσκίδνημι


en v. med. dispersarse, separarse Μυρμιδόνας δ' οὐκ εἴα ἀποσκίδνασθαι Il.23.4, de las Amazonas ἐς εὐμαρείην ἀποσκιδνάμεναι Hdt.4.113, ἀποσκίδνασθαι μακροτέραν Th.6.98, cf. D.C.Epit.8.26.3, Plu.Cam.23
en v. act. dispersar τὰς ἀκρίδας Ph.2.100, ἀποσκιδνάσας τὴν περὶ ἐμὲ [τ]αραχήν PRoss.Georg.2.43.22 (II/III d.C.).