< ἀποσκυβάλισις
ἀποσκυδμαίνω >
ἀποσκυβάλισμα
,
-ματος, τό
deyección
ἡ ἔκκρισις καὶ τὸ ἀ. τοῦ πάτου
Tz.Comm
.Ar.1.232.20.