ἀποσκοτίζω


1 oscurecer, fig. privar τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.

2 dejar de hacer sombra σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύσαντος Diog.32.