< ἀποσκολύπτω
ἀποσκοπέω >
ἀποσκοπεύω
intr.
observar de lejos
,
estar al acecho
εἰς ἔθνος
LXX
La
.4.17,
διὰ τῶν θυρίδων εἰς τὰς πλατείας
A.Xanthipp
.7 (p.62.9).