ἀποσκιρτάω
1 brincar fuera de c. gen. o prep. c. gen.
τῆς ἀγέληςHellanic.111,
χοίρου λευκῆς ἀπὸ τοῦ πλοίου ... ἀποσκιρτησάσηςD.C.4.5 (p.2.13)
•fig. precipitarse
εἰς δόξας αἱρέσεωνClem.Al.Strom.7.16.95,
εἰς ψυχάςAlex.Al.Ep.Alex.40, cf. 1
•abs. retozar del buey Apis, Str.17.1.31,
τὰ πρόβατα νέμεται μάλιστα ἀποσκιρτῶντα καὶ ἀποπηδῶντα ἀλλήλωνGp.18.18.2.
2 rebelarse
ἡ μνήμη τῆς ἐλευθερίας ... ἀποσκιρτᾶν ἐνίοτε ποιεῖLuc.Merc.Cond.23, cf. Them.Or.7.87b.