< ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον >
ἀποσκεπής
,
-ές
descubierto
,
destapado
χὡς θῆρες βαίνεσκον ἀποσκεπέεσι μέλεσσιν
Orac.Sib
.1.37.