ἀποσκεπάζω


1 destapar πίθον Sch.A.Pr.83 (p.180) D., en v. pas. Gp.7.15.4, ἀποσκεπασθήσεται ὁ ΄ᾴδης será destapado el infierno 1Apoc.19 (p.87)
fig. descubrir, poner en evidencia παρατηρήματα ... μὴ ἀποσκεπασθέντα ... ἐνίοις Didym.M.39.637C.

2 desollar, arrancar τὸ δέρμα Hsch.s.u. ἀπεσκόλυπτεν.