ἀποσιωπάω
I intr.
1 callar(se), guardar silencio
οὐδ' αὖ παντάπασιν ἀπεσιώπησενno se calló del todo Isoc.12.215,
εἰς τέλος ἀπεσιώπησενPlb.30.19.9,
περὶ τῶν κοινῶνPlb.18.34.3,
μεταξὺ λέγων ἀπεσιώπαPlu.Alc.10, cf. Plb.8.20.9, Phld.Coll.7.8, Plu.2.58b, PIand.9.35 (II d.C.), PMerton 92.18 (IV d.C.).
2 ret. callarse, cortar abruptamente
τὸ γὰρ ταχέως ἀποσιωπᾶν εἰς κῶλον βραχὺ κατασμικρύνει τὴν τοῦ λόγου σεμνότηταDemetr.Eloc.44, cf. 253.
II tr. silenciar, callar, omitir
τοὔνομαLuc.Pseudol.21,
τιναLuc.Pisc.29,
μηδὲν ... ἀποσιωπᾶν τῶν συμφερόντωνPlu.2.60c,
τοῦτουPOxy.237.7.24 (II d.C.).