< ἀποσειριάζω
ἀποσείρωμα >
ἀποσειρόω
filtrar
,
decantar
en recetas, abs., Philum.
Ven
.23.3, Afric.
Cest
.1.19.34,
PMag
.12.194
•
c. ac.
τὸ ὑγρόν
PLeid.X
.87,
τὴν κονίαν
PHolm
.135.