ἀποσαλεύω
I intr.
1 mar. fondear
ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπὲρ τοῦ στρατοπέδουTh.1.137,
ἐπ' ἀγκύραςD.50.22, I.AI 15.333,
κατόπιν τῶν μαχομένων ἀποσαλεύουσαD.C.50.33.1
•de los cefalópodos
βαλλόμεναι πρός τινα πέτραν ὥσπερ ἀγκύρας ἀποσαλεύουσινechando (sus tentáculos) como anclas a una roca, se mantienen sujetos Arist.HA 523b33, cf. PA 685a34
•fig.
ἐν φόβοιςI.BI 7.62.
2 moverse, apartarse, removerse c. gen.
τοῦ κατὰ φύσινPlu.2.493d,
ἀποσαλεῦσαί τε καὶ μετακινῆσαι τῆς ἕδραςGal.6.141, en v. med., abs. mismo sent.
οὕτω γὰρ ἀποσαλεύσεται λίθοςde un cálculo renal, Ruf.Ren.Ves.12.3, fig. en cuanto a las opiniones
μὴ ἀποσαλεύεσθαι διὰ σοφισμάτωνArr.Epict.3.26.16.
II tr.
1 vigilar, cuidar de
χηνάγριαPMil.Vogl.305.22 (II d.C.), cf. Hsch., EM 125.48G.
2 soltar, desamarrar
τὴν ὀλκάδα τοῦ λιμένοςGr.Nyss.Hom.n Cant.340.18
•fig. aflojar, deshacer
τὴν τοῦ νομικοῦ γράμματος σκιάνCyr.Al.M.77.925B.