ἀπορία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
I dificultad de pasar
οὔτε πεζῇ οὔτε κατὰ θάλατταν ἀ.X.An.5.6.10.
II
ἐς ἀπορίην ... ἀπιγμένοςHdt.1.79,
Ἕλληνες ἐν ἀπορίῃ τε εἴχοντοHdt.9.98,
ἀπορίην παρασχεῖνHp.VM 13, Plu.2.153f, 708a,
ταὐτὰ ... ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθειPi.N.7.105,
ἀπορίη ξυνὴ τῆς ἑκάστου χαλεπωτέρηDemocr.B 287
•falta de recursos, pobreza
πενία καὶ ἀπορίαCritias B 44, cf. And.Myst.144,
op. περιουσίαTh.1.123,
ἀπορίᾳ ἀπορηθήσεται ἡ γῆLXX Is.24.19,
οὐκ ἐν τῇ τυχούσῃ εἰμὶ ἀπορίᾳPCair.Zen.599.4 (III a.C.)
•c. gen. subjet. insuficiencia de medios, pobreza
μουPLeit.5.7, 14 (II d.C.)
•renuncia
op. πόρος y ἐκπορίζεινPl.Men.78e.
2 en dialéctica aporía, dificultad teórica
ἀ. ... ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶνPl.Prt.324d,
ἀπορίᾳ σχόμενοςPl.Prt.321c,
ἡ ἀπορία ἰσότης ἐναντίων λογισμῶνArist.Top.145b1,
ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσινArist.EN 1146b6,
ἀπορίαν ἔχεινArist.Pol.1281b39,
ἀπορίαν ποιεῖνArist.Metaph.1085a27,
ἀπορίαν λύειν, διαλύεινArist.MM 1201b1, Metaph.1062b31,
ἀπορίᾳ τὴν ἀπορίαν λύοντεςD.S.1.37,
ἀπορία· ἀγνωσίαHsch.
3 ret. aporía figura retórica, Rutil.2.10, Iul.Ruf.40.32, Charis.287, Isid.Etym.2.21.27.
III gener. c. gen. obj.
1 imposibilidad
τοῦ μὴ γιγνώσκεινHp.Morb.Sacr.1.4,
τοῦ μὴ ἡσυχάζεινTh.2.49,
τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι τὰ τοιαῦταPl.Lg.678d
•imposibilidad de encontrar
τῶν ΣκυθέωνHdt.4.83,
τοῦ ἀποκτείναντοςAntipho 2.4.2.
2 ansiedad, angustia
πενίαςPl.Lg.709a
•miedo
ἤχους θαλάσσηςEu.Luc.21.25
•mismo sent. en constr. c. prep. o abs., en la enfermedad
ἀπορίη ξὺν ὀδύνῃHp.Epid.5.42,
ὠδύνουσι καὶ ἀπορίας ἐμπίμπλανταιPl.Tht.151a, uulnus, Gloss.3.489, ictus, Gloss.4.482.
3 necesidad c. gen. de pers.
σοφῶν ἀνδρῶνAr.Ra.806,
τοῦ θεραπεύσοντοςTh.2.51,
δούλωνNumen.26.7
•de cosas
τροφῆςTh.1.11,
χρημάτωνTh.7.48,
τῶν ἀναγκαίωνAen.Tact.14.1,
πολυτελείαςPlu.2.24a,
πάντωνPorph.Sent.37
•escasez
γενναίων σοφιστῶνPhilostr.VS 511,
πλοίωνCPHerm.6.10,
ἐλαίας καλῆςPCair.Isidor.133.12 (III d.C.).
IV Ἀ. Aporía, indigencia personif. como diosa entre los andrios, Plu.Them.21.