< ἀπορρέζω
ἀπορρέπω >
ἀπορρέμβομαι
errar
c. gen.
τῆς τοῦ ἰδίου ἡγεμονικοῦ παρατηρήσεως
M.Ant.3.4
•
abs.
divagar
,
despistarse
M.Ant.4.22.