ἀπορροφέω
sorber, tomar o beber a sorbos c. gen.
του οἴνουX.Cyr.1.3.10 (cód.),
ὕδατος χλιαροῦSynes.Ep.120
•
ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποτηρίου κατὰ μικρόνPosidon.67.32, sin rég., Pall.H.Laus.2.4.
του οἴνουX.Cyr.1.3.10 (cód.),
ὕδατος χλιαροῦSynes.Ep.120
ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποτηρίου κατὰ μικρόνPosidon.67.32, sin rég., Pall.H.Laus.2.4.