ἀπορριζόω


1 arrancar de raíz (τρίχας) Alciphr.3.30.5, fig. (καρδίαν) Cyr.Al.M.70.965B
tb. fig. en v. pas. ἀπορριζοῦται τὸ ἄδικον βλάστημα Gr.Nyss.Hom.in Eccl.383.6.

2 en v. med. enraizar, echar raíces de una vena ἐς τοὺς νεφροὺς ἀπερρίζωται Hp.Oss.14.