ἀπορθόω
1 enderezar
τὸ στόμα τῶν μητρέωνHp.Nat.Mul.40,
σανίδαςHero Aut.2.2
•en v. med. mismo sent.
χρὴ ταῦτα (ἔμβρυα) ἀπορθοῦσθαιHp.Mul.1.69
•en part. pas. ἀπωρθωμένος dirigido en línea recta
ἐπιφάνειαHero Spir.1.43.
2 conducir rectamente
γνώμαςS.Ant.636,
τὸν κλῆρον πρὸς τὸ δικαιότατονPl.Lg.757e.