< ἀπορηματικός
ἀπόρησις >
ἀπορησία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
ἀπορηhία
BE
1976.267 (Esparta III a.C.?)
escasez
,
falta
,
carencia
de agua
BE
l.c., cf. Eub.139.