ἀποπῠρίζω
• Morfología: [dór. sicil. 1a pers. plu. impf. ἀπεπυρίζομες Epich.71.1]
tostar, asar a la brasa
ἀφύαςEpich.l.c.,
τὰ σπλάγχνα ... ἐπὶ ξύλοιςPMag.4.2397; cf.
ἀποπυρίζων· ἀπὸ πυρὸς ἐσθίωνHsch., cf. ἀποπυριάζων.
ἀφύαςEpich.l.c.,
τὰ σπλάγχνα ... ἐπὶ ξύλοιςPMag.4.2397; cf.
ἀποπυρίζων· ἀπὸ πυρὸς ἐσθίωνHsch., cf. ἀποπυριάζων.