ἀποπάλλω
1 lanzar, arrojar
βέληLuc.Am.45
•irradiar
αὐγήνI.BI 5.222, en v. pas.
ἀποπαλλομένας ... τὰς αὐγάςCleom.2.4.101,
φλόγα ... ἀποπαλλομένηνEmp.A 57.
2 en v. med. rebotar
πάλινhacia atrás Arist.Pr.891a3, de trozos de una piedra, Epicur.293U.,
ἀποπάλλεσθαι ... τι σκληρὸν ἀφ' ἑτέρου σκληροῦGal.9.306,
ἡ χεὶρ ἀφίσταται τῆς ἀποπαλλομένης σφαίραςS.E.M.10.73, cf. Plu.Alex.35, Gal.1.418 (= Democr.A 49), Ph.1.610.