< ἀπόπτυσμα
ἀποπτυστέος >
ἀποπτύσσω
extender
,
desplegar
c. gen.
ἀποπτύξαντες τοῦ χιτωνίσκου ἐπὶ ὤμῳ
Aen.Tact.31.23.