< ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα >
ἀποπτήσσω
• Morfología:
[pas. aor. inf. -πτηγῆναι Mac.Aeg.
Hom
.23.2]
asustarse
Hsch.s.u.
καταμεμυκέναι
, Mac.Aeg.l.c.