< ἀπόπτωσις
ἀποπῡδᾰρίζω >
ἀποπτωτικός
,
-ή, -όν
capaz de abandonar
οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα ἀποπτωτικὸν εἶναι τοῦ καλοῦ
Origenes M.12.1144A.