< ἀποπτυστέος
ἀπόπτυστος >
ἀποπτυστήρ
,
-ῆρος, ὁ
de caballos
que escupe
,
tascador
χαλινῶν
Opp.
H
.2.11, Gr.Naz.M.37.1269A, Nonn.
D
.1.310.