< ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερύσσομαι >
ἀποπτερυγόομαι
perder las palas
ἀποπτερυγωθέντος τοῦ πηδαλίου
habiendo perdido las
πτέρυγες o
palas el timón
Vett.Val.275.20.