ἀποπρίω


1 serrar ἀποπρίσας ... πᾶν τὸ ἔνερθε τῶν ὀφρύων ἐκκαθαίρει Hdt.4.65, ὀστέον Hp.Fract.33, Paul.Aeg.6.77, cf. AP 11.14 (Ammian.), en v. pas., Isid.Char.1, Plu.2.924b, Gal.10.429.

2 desollar πῶς ἀπεπρίσθη σκύτα; Archil.238.