ἀποπροσποιέομαι
1 rechazar
τὸ προβληθένAth.402a,
τὰ δῶραEust.769.14, cf. cont. dud. BGU 1575.19 (II d.C.).
2 disimular, fingir, encubrir
ἑκοντὶ ἀποπροσποιησάμενος τὰ λεχθέντα πρὸς αὐτοῦ εἰδέναιMen.Prot.p.44, cf. 125,
τὸ παρασπόνδημαD.C.Epit.8.18.8.