< ἀποπροικίζω
ἀπόπροσθεν >
ἀποπρολείπω
dejar
,
abandonar
Ἄργος ἀποπρολιπών
Hes.
Fr
.257,
νῆσον ἀποπροέλειπον Ἄρηος
A.R.2.1230, cf. Antim.151.3, Hermesian.7.21, 44.