< ἀποπορευτέα
ἀποπότε >
ἀποπορπάζω
aplicar la fíbula quirúrgica
ὑποβαλὼν οὖν τὸν δάκτυλον, ἀποπόρπασον καὶ ἔκτεμε
Hippiatr
.12.6.